- Ἀλεξικάκου
- Ἀλεξίκακοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀλεξικάκου — ἀλεξίκακος keeping off ill masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)